σπείρα

σπείρα
Διακοσμητικό μοτίβο πολύ διαδομένο στην προϊστορική εποχή. Η φύση του σχήματος αυτού είναι διπλή: μπορεί να παραστάνει μια καθαρή γεωμετρική αφαίρεση ή να είναι η σχηματοποιημένη αναπαράσταση φυσικών μορφών. Στη δεύτερη φύση της παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Άνω Παλαιολιθική εποχή και ακριβώς κατά το Μαγδαλένιο και αποτελεί ίσως σχηματοποίηση μιας λεπτομέρειας του κεφαλιού του βονάσου: του ματιού και του κέρατος του ζώου, που σχεδιάζονται με μια μόνη συνεχή γραμμή. Στη Νεολιθική εποχή η σ. παρουσιάζεται ως καθαρά αφηρημένο διακοσμητικό στοιχείο με μεγάλη διάδοση κυρίως στη διακοσμητική τέχνη των πολιτισμών του δουναβοβαλκανικού χώρου, που τη χρησιμοποίησαν πολύ στη ζωγραφική και στη χαρακτική των αγγείων, τόσο με τη μορφή της απλής σ. όσο και με την πολυπλοκότερη μορφή της συνεχούς σ. Στην Ευρώπη η σ. παραμελήθηκε κατά τη Λιθοχαλκή περίοδο, αντίθετα όμως χρησιμοποιήθηκε πολύ στους πολιτισμούς της Ανατολικής Μεσογείου (κυκλαδικός πολιτισμός, μυκηναϊκός πολιτισμός) και της Κεντρικής Μεσογείου. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, την εποχή του χαλκού, ίσως με τη μυκηναϊκή επίδραση, το στοιχείο αυτό παρουσιάζεται πάλι, αλλά μόνο με διακοσμητικό σκοπό, στα μετάλλινα αντικείμενα, κυρίως στις βορειότερες περιοχές. Διακόσμηση με σπείρες: τμήμα αναγλύφου από τάφο των Μυκηνών (Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).
* * *
η / σπεῑρα, ΝΜΑ, και δ. γρφ
σπῑρα Α
1. καθετί που είναι στριμμένο ελικοειδώς, καθώς και κάθε έλικά του (α. «η τρίτη σπείρα τού ελατηρίου» β. «ποιεῑν τι οἷον σπεῑραν», Ιπποκρ.)
2. η βάση τού ιωνικού κίονα, η οποία με τις ραβδωτές εσοχές και προεξοχές της δίνει την εικόνα στρεπτού αντικειμένου, και κυρίως το κυρτό της μέρος, αλλ. τόρος
3. μαθ. η επιφάνεια που ορίζεται όταν ένας κύκλος περιστραφεί στον χώρο γύρω από έναν άξονα ο οποίος βρίσκεται στο επίπεδό του αλλά δεν τόν τέμνει
4. στον πληθ. οι σπείρες και αἱ σπεῑραι
οι κουλούρες τού σώματος ερπετού
νεοελλ.
1. μαθ. α) καμπύλη που βρίσκεται πάνω στην επιφάνεια κυλίνδρου ή κώνου και τέμνει τα στοιχεία του υπό σταθερή γωνία
β) στον πληθ. επίπεδες καμπύλες γραμμές που περιβάλλουν ένα σημείο άπειρες φορές και με κάθε στροφή τό προσεγγίζουν ή απομακρύνονται από αυτό
2. (ηλεκτρ.) στοιχείο μιας περιέλιξης το οποίο παρουσιάζει κυκλικό σχήμα και έχει τα άκρα του πολύ κοντά μεταξύ τους
3. τεχνολ. καθένα από τα πλήρη ελικοειδή τμήματα ενός σπειρώματος
4. ζωολ. το σύνολο τών γύρων ενός συνεστραμμένου οστράκου
5. οργανωμένη ομάδα κακοποιών (α. «σπείρα λαθρεμπόρων» β. «σπείρα απατεώνων»)
6. φρ. α) «ανταγωνιστικές σπείρες»
(ηλεκτρ.) σπείρες ενός επαγωγέα ή ενός επαγώγιμου μιας ηλεκτρικής μηχανής που εξουδετερώνουν η μια το μαγνητικό αποτέλεσμα τής άλλης
β) «σπείρα φύλλων»
βοτ. η γενετήσια σπείρα, δηλαδή η υποθετική σπείρα που σχηματίζεται εάν αχθεί μια γραμμή που ενώνει τα σημεία έκφυσης τών φύλλων στα διαδοχικά γόνατα τού βλαστού, σε μια συνεχή σειρά από τη βάση προς την κορυφή
γ) «σπείρες γαλαξιών»
αστρον. οι σπειροειδείς βραχίονες, δηλαδή το εξωτερικό τμήμα τής ορατής δομής τών σπειροειδών γαλαξιών
μσν.-αρχ.
μονάδα τού ρωμαϊκού στρατού, κοόρτις («παραλαβόντες τον Ἰησοῡν εἰς τὸ πραιτώριον συνήγαγον ἐπ' αὐτον ὅλην τὴν σπεῑραν», ΚΔ)
αρχ.
1. στριμμένο δικτυωτό πλέγμα, σπείραμα
2. κάλως, παλαμάρι
3. ελικοειδής κόμμωση
4. κυκλικό πλέγμα που τοποθετούσαν στο κεφάλι για να μεταφέρουν βάρη
5. συνεστραμμένες ίνες ξύλου, ρόζος
6. μικρή μονάδα τού ρωμαϊκού στρατού, διλοχία
7. τακτική μονάδα τού στρατού τών Πτολεμαίων
8. θρησκευτικός θίασος, όμιλος λατρευτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σπεῖρα (< *σπερ-) και η λ. σπεῖρον (< *σπερ-jον) πρέπει να προέρχονται από κάποιο ρ. με σημ. «λυγίζω, στρέφω, περιτυλίσσω» (βλ. και λ. σπάρτο, σπάργανο), το οποίο, όμως, δεν διατηρήθηκε πιθ. λόγω τού ότι θα ήταν ομώνυμο με το ρ. σπείρω. Ο τ. σπῖρα εμφανίζει τον φωνηεντισμό τού λατ. spira, που είναι δάνειο από την Ελληνική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπείρα — σπεί̱ρᾱ , σπεῖρα anything twisted fem nom/voc/acc dual σπείρᾱ , σπεῖρος coats neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) σπείρᾱ , σπειράομαι to be coiled pres imperat act 2nd sg σπείρᾱ , σπειράομαι to be coiled imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπείρα — η 1. έλιγμα, κουλούρα. 2. ομάδα κακοποιών, συμμορία: Αποκαλύφτηκε σπείρα λαθρεμπόρων. 3. κόσμημα στη βάση των κιόνων ιωνικού ρυθμού. 4. (στο ρωμαϊκό στρατό), μονάδα που αποτελούνταν από δύο λόχους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπεῖρα — σπείρω sow aor ind act 1st sg (homeric ionic) σπεῖρα anything twisted fem nom/voc sg σπεῖρον piece of cloth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπείρᾳ — σπεί̱ρᾱͅ , σπεῖρα anything twisted fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπείρας — σπείρᾱς , σπείρω sow aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) σπεί̱ρᾱς , σπεῖρα anything twisted fem acc pl σπεί̱ρᾱς , σπεῖρα anything twisted fem gen sg (attic doric aeolic) σπείρᾱς , σπειράομαι to be coiled pres ind act 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπείραν — σπείρᾱν , σπειράομαι to be coiled imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) σπείρᾱν , σπειράομαι to be coiled imperf ind act 1st sg (doric aeolic) σπείρᾱν , σπειράομαι to be coiled imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) σπείρᾱν ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπείρασαν — σπείρᾱσαν , σπείρω sow aor part act fem acc sg (attic epic ionic) σπείρᾱσαν , σπειράομαι to be coiled imperf ind act 3rd pl (attic) σπείρᾱσαν , σπειράομαι to be coiled aor ind act 3rd pl (attic) σπείρᾱσαν , σπειράομαι to be coiled aor ind act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπείρασα — σπείρᾱσα , σπείρω sow aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) σπείρᾱσα , σπειράομαι to be coiled aor ind act 1st sg (attic) σπείρᾱσα , σπειράομαι to be coiled aor ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπειραθείς — σπειρᾱθείς , σπειράομαι to be coiled aor part pass masc nom/voc sg (attic) σπειρᾱθείς , σπειράομαι to be coiled aor part pass masc nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπειράμασι — σπειρά̱μασι , σπείραμα coil neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”